τρεις

τρεις
τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ
(απόλ. αριθμτ.)
Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς
β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν
γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι
δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις, τρεῑς και δωρ. τ. τρίινς και τρῑς, ουδ. τρία
II. ΣΗΜΑΣΙΑ: ο αμέσως μετά το δύο ακέραιος αριθμός, που εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία σχηματίζεται όταν στις δύο μονάδες προσθέσουμε ακόμα μία (α. «τρεις άνδρες» β. «τρία ἔπεα», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. με το άρθρο) το τρία
α) ο αριθμός και το σύμβολο 3
β) αυτός που χαρακτηρίζεται με τον αριθμό 3 (α. «το τρία τραπέζι» β. «το τρία σπαθί»)
2. φρ. α) «πάτησε τα τρία» — μπήκε στο τρίτο έτος τής ηλικίας του
β) «μέθοδος τών τριών»
μαθημ. βασική μέθοδος επίλυσης προβλημάτων κατά την οποία από τρία δεδομένα βρίσκεται το ζητούμενο τέταρτο
γ) «πρόβλημα τριών σωμάτων»
(αστρον.-φυσ.) το πρόβλημα προσδιορισμού τής κίνησης ενός συστήματος τριών ουράνιων σωμάτων, η οποία δεν διέπεται παρά μόνον από τις ασκούμενες μεταξύ τους δυνάμεις βαρύτητας, πρόβλημα στο οποίο δεν έχει δοθεί ακόμη λύση
3. παροιμ. φρ. α) «τρεις κι ο κούκος»
(μειωτ.) λέγεται για ελάχιστο αριθμό προσώπων
β) «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν» — λέγεται για περιπτώσεις στις οποίες επικρατεί ακαταστασία και έλλειψη συστήματος σε μία επιχείρηση την οποία διευθύνουν περισσότερα άτομα από όσα εργάζονται
γ) «κάθε τρεις και λίγο» ή «κάθε τρεις και λιγουλάκι» — πολύ συχνά
4. παροιμ. α) «τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι κι έξι το λαδοξιδο» — λέγεται σε περιπτώσεις σκόπιμα εσφαλμένων υπολογισμών για αποκόμιση παράνομου κέρδους
β) «τρία πουλάκια κάθονται και πίνουν και ταμπάκο» ή, απλώς, «τρία πουλάκια κάθονται» — λέγεται για άτομο που αδιαφορεί προς τις συμβουλές οι οποίες τού δίνονται ή για άτομο που λέει πράγματα άσχετα προς το θέμα τής ομιλίας
γ) «μια τού κλέφτη, δυο τού κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα» — και ο πιο επιτήδειος κακοποιός κάποτε θα πιαστεί
δ) «μια τού φίλου, δυο τού φίλου, τρεις και την κακή του μέρα» — ακόμη και οι φίλοι καταντούν ανεπιθύμητοι όταν έχουν υπερβολικές ή συχνές αξιώσεις
αρχ.
φρ. «τρία καί δύο»
(στον Αριστοφ. κατά τον σχολιαστή) «τρία καὶ δύο, τρία μέρη ὕδατος ἐπιδεχόμενον, οἴνου δὲ δύο
ἀρίστη δὲ κρᾱσις οἴνου δύο μέρη καὶ ὕδατος τρία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το απόλ. αριθμτ. τρεῖς, τρία ανάγεται σε ΙΕ τ. *treyes (< ΙΕ ρ. *trei- / *tri-). Η ονομ. τού αρσ. και θηλ. εμφανίζεται στη δωρ. διάλ. και ασυναίρετη τρέες και συνηρημένη τρῆς, στην αττ. διάλ. η συναίρεση έδωσε τον τ. τρεῖς, που χρησιμοποιείται και στη Νέα Ελληνική, ενώ η βοιωτ. διάλ. χρησιμοποίησε ως ονομαστική τον τ. τρῖς τής αιτιατικής. Η ονομ. τρέες / τρῆς / τρεῖς συνδέεται με τα αρχ. ινδ. trayah, λατ. trēs, γοτθ. ?reis, αρχ. σλαβ. trĭje, ενώ το ουδ. τρία, που έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα τρι- τής ρίζας, αντιστοιχεί με τα: αρχ. ινδ. trī, αρχ. σλαβ. tri, λατ. tria. Η γενική τριῶν αντιστοιχεί με το λατ. trium, ενώ η δοτ. τρι-σί με το αρχ. ινδ. trisu. Παράλληλα με τη δοτ. τρισί μαρτυρείται στην ιων. διάλ. και θεματική δοτική τριοῖσι. Στην αιτιατική αρχικός τ. θεωρείται το δωρ. τρῖς (< *τρινς< ΙΕ τ. *trins), πρβλ. αρχ. ινδ. trīn, γοτθ. ?rins. Ο τ. τρίινς στην Κρήτη εμφανίζει δύο συλλαβές, πιθ. κατά τη γεν. τριῶν, ενώ στην αττ. διάλ. χρησιμοποιήθηκε ως αιτιατική ο τ. τρεῖς τής ονομαστικής. Από την εξασθενωμένη βαθμίδα τρι- τού θέματος, εκτός από τις πλάγιες πτώσεις και το ουδ. τρία, έχουν σχηματιστεί όλα τα παράγωγα τού αριθμτ., όπως είναι τα επιρρ. τρίς*, τρί-χα*, τρι-χῶς*, το τακτ. αριθμτ. τρίτος* και τα ουσ. τρι-άς, τρί-τρα, τρί-αινα. Από το θ. τρι-, εξάλλου, έχουν σχηματιστεί πάμπολλα σύνθ. με α' συνθετικό τρι- (πρβλ. τρι-ήρης, τρί-μηνος, τρί-οδος, τρίπους, βλ. λ. τρι-). Σε ό,τι αφορά, τέλος, τήν προέλευση τής ρίζας του αριθμτ. *tre-i-, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι θα μπορούσε να συνδεθεί με τη ρίζα *ter- «διαπερνώ» (βλ. λ. τείρω, τετραίνω) με την έννοια ότι ο αριθμός τρία έχει υπερβεί, έχει ξεπεράσει τον αριθμό δύο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρεῖς — τρέω flee from fear pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) τρέω flee from fear imperf ind act 2nd sg (attic epic) τρεῖς masc/fem nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τρεις Ιεράρχες — Οι τρεις μεγάλοι πατέρες και οικουμενικοί διδάσκαλοι της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας: Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Κατά τον 11o αι. παρουσιάστηκε μεταξύ των χριστιανών η εξής φιλονικία: ποιος από τους Τ.I.… …   Dictionary of Greek

  • Τρείς Μάγοι — Βιβλικά πρόσωπα, γνώστες της μαντικής και της αστρολογίας. Άλλοτε στην Περσία οι μάγοι αποτελούσαν χωριστή τάξη, την οποία τιμούσαν ιδιαίτερα. Οι βιβλικοί Τ.Μ. ήταν, κατά την παράδοση βασιλιάδες. Τα ονόματά τους ήταν Μελχιώρ, Γασπάρ και Μπαλτάσαρ …   Dictionary of Greek

  • τρεις — οι αρσ. και θηλ., τρία, τα ουδ., αριθμ. απόλ., ποσότητα από δύο και μία μονάδες, σύνολο πραγμάτων περισσότερων από 2 και λιγότερων από 4 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τρεις Εκκλησίες — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρανύμφων …   Dictionary of Greek

  • Βασιλείς, Τρεις — (Αστρον.). Έτσι είναι γνωστοί οι τρεις λαμπροί αστέρες που βρίσκονται στο τετράπλευρο του αστερισμού του Ωρίωνα, οι δ, ε, και ζ του αστερισμού. Το αστρικό τους μέγεθος είναι κατά σειρά 2,20, 1,70 και 1,79, το απόλυτο –6,1, –6,8 και 6,6 και… …   Dictionary of Greek

  • τρισχίλιοι, -ιες, -ια — τρεις φορές χίλιοι, τρεις χιλιάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Трикирий — (τρεϊς три и κέρας свеча) трисвещник. Дикирием (см.) и Т. архиерей и архимандрит, которому дано на то право, благословляют народ. В таинственном смысле Т. знаменует троичность лиц в Боге …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Διαδοχής, πόλεμοι — Τρεις ευρωπαϊκοί πόλεμοι του πρώτου μισού του 18ου αι., που διεξήχθησαν για τη διαδοχή των θρόνων της Ισπανίας, της Πολωνίας και της Αυστρίας. 1. Πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας (1701 13). Ο πόλεμος για τη διαδοχή της Ισπανίας ξέσπασε με… …   Dictionary of Greek

  • Μηνύτωρ Ελληνικός — Τρεις γαλλόφωνες ελληνικές εφημερίδες (Moniteur Grec) με έδρα την Αθήνα. Η πρώτη, εβδομαδιαία, κυκλοφόρησε από τον Ιούλιο του 1832 έως τον Ιανουάριο του 1833. Η δεύτερη, τρισεβδομαδιαία, κυκλοφόρησε από το 1844 έως το 1848. Η τρίτη, εβδομαδιαία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”